- ὑποκριτῇ
- ὑποκριτήςone who answersmasc dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ипокри́т — а, м. устар. Дурной человек, притворяющийся добродетельным; ханжа, лицемер. Неужели Белинский худо сделал, что прямо высказал, да еще в какой неумолимой, резкой форме, при жизни самого Гоголя, то, как нашел его страшно изменившимся в последнее… … Малый академический словарь
ηθοποιία — η (AM ἠθοποιία) [ηθοποιός] 1. μόρφωση ήθους, διαμόρφωση χαρακτήρα, ηθική εκπαίδευση 2. η μίμηση και αναπαράσταση ηθών και χαρακτήρων νεοελλ. 1. η τέχνη τού ηθοποιού, τού θεατρικού υποκριτή, ο οποίος υποδύεται κάποιο πρόσωπο και εκφράζει τα… … Dictionary of Greek
θέατρο — Σκηνική παράσταση, λυρικό έργο, επιθεώρηση, χορογραφικό θέαμα· θ. ονομάζεται επίσης το σύνολο των θεατρικών έργων ενός συγγραφέα (π.χ. το θ. του Ίψεν). Ο όρος όμως δραματικό θ. δηλώνει αποκλειστικά το θεατρικό είδος που παρουσιάζει ένα γεγονός… … Dictionary of Greek
θέσπις — (6ος αι. π.Χ.). Τραγικός ποιητής. Καταγόταν από τον αττικό δήμο Ικαρία (τον σημερινό Διόνυσο). Συγκεκριμένη και άμεση πληροφορία γι’ αυτόν παρέχει το Πάριο Μάρμαρο, χρονικό που αναφέρει ότι ο Θ. κέρδισε το 535 π.Χ. την πρώτη νίκη στα Μεγάλα… … Dictionary of Greek
κόθορνος — Υπόδημα που φορούσαν οι ηθοποιοί της αρχαίας τραγωδίας. Επρόκειτο για μια κοντή μπότα που δενόταν μπροστά με κορδόνια και είχε παχύ πέλμα, ώστε να προσδίδει μεγαλύτερο ανάστημα στον υποκριτή. Στον κ. –του οποίου η εισαγωγή στο αρχαίο ελληνικό… … Dictionary of Greek
μελέτη — I Θεότητα της ελληνικής μυθολογίας. Ήταν μία από τις τρεις Μούσες, σύμφωνα με την πρώτη τους διαίρεση. Είναι επίσης γνωστή και ως Μελετώσα. Οι τρεις Μούσες ονομάζονταν Αοιδή, Μ. και Μνήμη ή Μούσα θεά ή Υμνώ. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, οι Μούσες… … Dictionary of Greek
μοσχολόγος — μοσχολόγος, ὁ (Α) είδος υποκριτή ή μίμου, σαν τον σημερινό κονφερανσιέ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόσχος (Ι) + λόγος*] … Dictionary of Greek
μουλ(λ)ωχτός — και μολ(λ)ωχτός και μολ(λ)οχτός, ή, ό (Μ μουλ[λ]ωτός, ή, ό[ν]) [μουλ(λ)ώχνω] 1. σιωπηλός, άφωνος ακίνητος 2. αυτός που ενεργεί ύπουλα και αθόρυβα, κρυψίνους («μουλωχτό σκυλί») νεοελλ. παροιμ. «ο θεός να σέ φυλάει από μουλωχτό ποτάμι» λέγεται για… … Dictionary of Greek
νέαιρα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γυναίκα του Αλεού και μητέρα της Αύγης, του Κηφέα και του Λυκούργου. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, υπήρξε γυναίκα του γιου του Ερμή Αυτόλυκου. 2. Μια από τις κόρες της Νιόβης και του Αμφίωνα. 3. Γυναίκα του Στρυμόνα, με … Dictionary of Greek
ομηριστής — ο (Α ὁμηριστής) [ομηρίζω] 1. αυτός που μιμείται τον Όμηρο ή αυτός που απαγγέλλει τα ομηρικά έπη, ραψωδός 2. αυτός που ασχολείται με την ομηρική ποίηση νεοελλ. ειδικός μελετητής τών ομηρικών επών και τού ομηρικού ζητήματος αρχ. 1. (για υποκριτή… … Dictionary of Greek